- κλέψει
- κλέπτωclepereaor subj act 3rd sg (epic)κλέπτωcleperefut ind mid 2nd sgκλέπτωcleperefut ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ὃς κλέπτει τὸ ὠόν, κλέψει δὴ καὶ τὴν ὄρνιν. — ὃς κλέπτει τὸ ὠόν, κλέψει δὴ καὶ τὴν ὄρνιν. См. Докрался до кобылы … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
докрался до кобылы — Ср. Казнись в добрый час, на кобылу глядя, а самого положат, так поздно! (исправляйся, пока есть время.) Ср. Wer ein Kalb stiehlt, stiehlt eine Kuh. Не who will steal a calf, will steal a cow. Qui a pris un öuf, prendra un böuf. Qui prend le veau … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона
Докрался до кобылы — Докрался до кобылы. Ср. «Казнись въ добрый часъ, на кобылу глядя, а самого положатъ, такъ поздно!» (исправляйся, пока есть время.) Ср. Wer ein Kalb stiehlt, stiehlt eine Kuh. He who will steal a calf, will steal a cow. Qui a pris un œuf, prendra… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Σίβα — I Ινδική θεότητα, που προέρχεται από τη βεδική θεότητα των ανέμων Ρούντρα, που λέγεται και Γκιρίσα («Κύριος του Βουνού»), Πασουπάτι, Ούγκρα, Μαχαντέβα («Μέγας θεός») Προστάτης των γιόγκι (γιόγκα), είναι θεότητα τρομακτικού γενικά χαρακτήρα που… … Dictionary of Greek
άκλεφτος — η, ο (Α ἄκλεπτος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν κλέβει 2. εκείνος που δεν τόν έχουν κλέψει, που δεν έχει υποστεί κλοπή αρχ. αυτός που δεν εξαπατά, ο τίμιος (Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + κλέπτω] … Dictionary of Greek
άκλοπος — ἄκλοπος, ον (Α) 1. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν κλέψει 2. έντιμος, ευθύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + κλοπος < κλέπτω] … Dictionary of Greek
ασούφρωτος — η, ο 1. (για φορέματα) χωρίς σούφρες, πτυχές 2. εκείνος που δεν τον έχουν σουφρώσει, δεν τον έχουν κλέψει με πονηριά … Dictionary of Greek
βωμολοχία — η (Α βωμολοχία) [βωμόλόχος] 1. άσεμνο αστείο, αισχρολογία 2. χυδαία βρισιά αρχ. το να παραμονεύει κανείς στον βωμό για να κλέψει ή να ζητιανέψει κρέας από το σφάγιο της θυσίας … Dictionary of Greek
βωμολόχος — α, ο (Α βωμολόχος, ον) αυτός που λέει αισχρά, φτηνά αστεία νεοελλ. όποιος χρησιμοποιεί αδιάντροπη γλώσσα με αισχρολογίες αρχ. 1. εκείνος που παραμονεύει στον βωμό για να ζητιανέψει ή να κλέψει κρέας από το σφάγιο της θυσίας 2. όποιος χρησιμοποιεί … Dictionary of Greek
διαρρήκτης — ο 1. αυτός που κάνει διάρρηξη 2. αυτός που παραβιάζει κλειδαριές για να κλέψει … Dictionary of Greek